- νιτσεϊκός
- -ή, -ό [Νίτσε]ο σχετικός με τον φιλόσοφο Φρήντριχ Νίτσε και τις θεωρίες του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νιτσεϊκός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο Γερμανό φιλόσοφο Νίτσε και το έργο του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)